- ταχύπλοος
- τᾰχῠ-πλοος, ον, [var] contr. [suff] τᾰχῠ-πλους, ουν,A fast-sailing, E.Hyps.Fr.1 iii 12, Sch.Od.15.473, Hsch. s.v. ὠκύπλους.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ταχύπλοος — η, ο / ταχύπλοος, οον, ΝΑ, και συνηρ. τ. ταχύπλους, ουν, Α αυτός που πλέει με μεγάλη ταχύτητα νεοελλ. φρ. «ταχύπλοο μάχης» ναυτ. μικρό και ταχύτατο πολεμικό σκάφος, οπλισμένο με τορπίλες και βαρέα πολυβόλα ή αντιαεροπορικά πυροβόλα μικρού… … Dictionary of Greek
ταχυπλόοις — ταχύπλοος fast sailing masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχυπλόων — ταχύπλοος fast sailing masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύφορτος — εὔφορτος, ον (Α) 1. (για πλοίο) αυτός που έχει κανονικό φορτίο, που έχει όσο φορτίο ή έρμα πρέπει να μεταφέρει για να ταξιδεύει άνετα, ο ταχύπλοος («εύφορτοι νάες πελαγίτιδες», Ανθ. Παλ.) 2. ευχάριστος, χαριτωμένος («γούνασιν εὐφόρτοις», Οππ.).… … Dictionary of Greek
οξύπλους — ουν και οος, οο (για πλοίο) 1. αυτός που πλέει με μεγάλη ταχύτητα, ταχύπλοος 2. αυτός που πλέει με γωνία όσο το δυνατόν πιο οξεία προς την κατεύθυνση τού ανέμου 3. το ουδ. ως ουσ. το οξύπλουν ταχύπλοο ιστιοφόρο πλοίο, ιδίως το πλοίο που μπορεί να … Dictionary of Greek
πλωτόρσιος — ον Μ γρήγορος στην πλεύση, ταχύπλοος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλωτός + ορσιος (< ορτος, βλ. λ. όρνυμι)] … Dictionary of Greek
πολύσκαρθμος — ον, Α 1. (κυρίως ως προσωνυμία Αμαζόνας) αυτός που σκιρτά, που πηδά πολύ, αυτός που κινείται ή τρέχει με ταχύτητα, γοργοπόδαρος 2. αυτός που οδηγεί άλογα που τρέχουν με μεγάλη ταχύτητα («κἀκείνην οὖν πολύσκαρθμον διὰ τὸ ἀπὸ τῆς ἡνιοχείας τάχος»,… … Dictionary of Greek
ταχύ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ταχύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού γρήγορου (πρβλ. ταχυ κίνητος, ταχύ πους), τού πρόωρου, τού εσπευσμένου (πρβλ. ταχύ γαμος, ταχύ γηρος), τού… … Dictionary of Greek
ωκύαλος — ο / ὠκύαλος, ον, ΝΑ νεοελλ. ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους αραχνιδίων αρχ. 1. ταχύπλοος («ὠκυάλων νεῶν», Σοφ.) 2. ορμητικός, σφοδρός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. είναι παράγωγο τού επιθ. ὠκύς «γρήγορος» με κατάλ. αλος (πρβλ.… … Dictionary of Greek
ωκύπορος — ον, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που πορεύεται με ταχύτητα 2. (για πλοίο) ταχύπλοος, γοργοτάξιδος 3. (για ρυάκι ή ποταμό) αυτός που ρέει ορμητικά 4. (για βέλος) αυτός που επιτυγχάνει αμέσως τον στόχο του («ὠκύποροι ὀϊστοὶ Ἔρωτος», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
ωκύπτερος — η, ο / ὠκύπτερος, ον, ΝΑ 1. αυτός που πετά γρήγορα 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ωκύπτερα τα μακριά φτερά τών πτερύγων, με τα οποία αυξάνεται η ταχύτητα τής πτήσης αρχ. μτφ. (για πλοίο) ταχύπλοος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + πτερος (<… … Dictionary of Greek